- αυχένιος
- αὐχένιος, -α, -ον (AM)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχένιονο βραχίονας του πηδαλίουαρχ.ο αυχενικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐχένιος — belonging to the neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίαις — αὐχένιος belonging to the neck fem dat pl αὐχενίας bull necked masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίη — αὐχένιος belonging to the neck fem nom/voc sg (epic ionic) αὐχενίας bull necked masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίην — αὐχένιος belonging to the neck fem acc sg (epic ionic) αὐχενίας bull necked masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίης — αὐχένιος belonging to the neck fem gen sg (epic ionic) αὐχενίας bull necked masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίους — αὐχένιος belonging to the neck masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίῃ — αὐχένιος belonging to the neck fem dat sg (epic ionic) αὐχενίας bull necked masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχένιοι — αὐχένιος belonging to the neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… … Dictionary of Greek
μεταυχένιος — μεταυχένιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πίσω από τον αυχένα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεταυχένια (κατά τον Πολυδ.) «τὰ δὲ ἑκατέρωθεν ὠμοπλατῶν πτερύγια, ὧν τὰ πλάγια μεταυχένια». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐχένιος (< αὐχήν, αὐχένος),… … Dictionary of Greek